- περιβώμιος
- -ον, Α1. αυτός που κείται ή βρίσκεται γύρω από τον βωμό2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ περιβώμιοςσκωπτικός χαρακτηρισμός απατεώνα3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ περιβώμιοιλειτουργοί αφιερωμένοι στην ασιατική λατρεία4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιβώμιατα γλυπτά είδωλα, αναθήματα και αφιερώματα τα οποία τοποθετούσαν γύρω από τον βωμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + βωμός + επίθημα -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.