περιβώμιος

περιβώμιος
-ον, Α
1. αυτός που κείται ή βρίσκεται γύρω από τον βωμό
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ περιβώμιος
σκωπτικός χαρακτηρισμός απατεώνα
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ περιβώμιοι
λειτουργοί αφιερωμένοι στην ασιατική λατρεία
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιβώμια
τα γλυπτά είδωλα, αναθήματα και αφιερώματα τα οποία τοποθετούσαν γύρω από τον βωμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + βωμός + επίθημα -ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιβώμιον — περιβώμιος round the altar masc/fem acc sg περιβώμιος round the altar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβωμίῳ — περιβώμιος round the altar masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβώμι' — περιβώμια , περιβώμιος round the altar neut nom/voc/acc pl περιβώμιε , περιβώμιος round the altar masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιβωμίς — ίδος, ἡ, Α ανώμαλος τ. θηλ. τού περιβώμιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βωμός + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”